- ἀνθέριξ
- ἀνθέριξ, ικος: (beard of) ear of grain, pl., Il. 20.227†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ανθέριξ — ἀνθέριξ, ο (Α) [αθήρ] η άκρη του σταχιού των δημητριακών, ο αθέρας 2. το ίδιο το στάχι 3. ο ανθέρικος … Dictionary of Greek
ἀνθέριξ — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερικῶν — ἀνθέριξ fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερίκεσσι — ἀνθέριξ masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθερίκων — ἀνθέριξ masc gen pl ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέρικα — ἀνθέριξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέρικας — ἀνθέριξ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέρικες — ἀνθέριξ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέρικι — ἀνθέριξ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέρικος — ἀνθέριξ masc gen sg ἀνθέρικος flowering stem of asphodel masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθέριξιν — ἀνθέριξ masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)